Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δοξάριον
δοξασία
δόξασις
δόξασμα
δοξασμός
δοξαστέον
δοξαστής
δοξαστικός
δοξαστός
δόξις
δοξοκαθαιρετικός
δοξοκαλία
δοξοκομπέω
δοξοκοπέω
δοξοκοπία
δοξοκοπικός
δοξοκόπος
δοξολογία
δοξομανέω
δοξομανής
δοξομανία
View word page
δοξοκαθαιρετικός
δοξο-καθαιρετικός, , όν,
A). clever at removing suspicion, Paul.Aeg. 2.12 .


ShortDef

clever at removing suspicion

Debugging

Headword:
δοξοκαθαιρετικός
Headword (normalized):
δοξοκαθαιρετικός
Headword (normalized/stripped):
δοξοκαθαιρετικος
IDX:
28013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28014
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δοξο-καθαιρετικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">clever at removing suspicion,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:2:12" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:2.12/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Paul.Aeg.</span> 2.12 </a>.</div> </div><br><br>'}