Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δονακεύομαι
δονακεύς
δονακηδόν
δονακήματα
δονάκινος
δονακῖτις
δονακογλύφος
δονακοδίφης
δονακόεις
δονακοτρόφος
δονακοφοίτης
δονακόχλοος
Δονάκτας
δονακώδης
δονακών
δόναξ
δονέω
δόνημα
δόξᾰ
δοξάζω
δοξάριον
View word page
δονακοφοίτης
δονᾰκο-φοίτης,
A). v. δουν-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δονακοφοίτης
Headword (normalized):
δονακοφοίτης
Headword (normalized/stripped):
δονακοφοιτης
IDX:
27993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27994
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δονᾰκο-φοίτης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δουν-.</span> </div> </div><br><br>'}