Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δομήτωρ
δόμονδε
δόμορτις
δόμος
δομοσφαλής
δομοτέκτων
δομόω
δονακεύομαι
δονακεύς
δονακηδόν
δονακήματα
δονάκινος
δονακῖτις
δονακογλύφος
δονακοδίφης
δονακόεις
δονακοτρόφος
δονακοφοίτης
δονακόχλοος
Δονάκτας
δονακώδης
View word page
δονακήματα
δονᾰκ-ήματα·
ἀναλήμματα,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δονακήματα
Headword (normalized):
δονακήματα
Headword (normalized/stripped):
δονακηματα
IDX:
27986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27987
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δονᾰκ-ήματα·</span> <span class="foreign greek">ἀναλήμματα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}