Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δομαῖος
δοματίζω
δομάω
δόμεναι
δομέοντι
δομή
δόμημα
δόμησις
δομήτωρ
δόμονδε
δόμορτις
δόμος
δομοσφαλής
δομοτέκτων
δομόω
δονακεύομαι
δονακεύς
δονακηδόν
δονακήματα
δονάκινος
δονακῖτις
View word page
δόμορτις
δόμορτις· γυνή, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δόμορτις
Headword (normalized):
δόμορτις
Headword (normalized/stripped):
δομορτις
IDX:
27978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27979
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δόμορτις·</span> <span class="foreign greek">γυνή,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}