Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δόλων
δολωνικός
δολῶπις
δόλωσις
δόμα1
δόμα2
δομαῖος
δοματίζω
δομάω
δόμεναι
δομέοντι
δομή
δόμημα
δόμησις
δομήτωρ
δόμονδε
δόμορτις
δόμος
δομοσφαλής
δομοτέκτων
δομόω
View word page
δομέοντι
δομ-έοντι·
οἰκοδομοῦντι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δομέοντι
Headword (normalized):
δομέοντι
Headword (normalized/stripped):
δομεοντι
IDX:
27972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27973
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δομ-έοντι·</span> <span class="foreign greek">οἰκοδομοῦντι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}