Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δόλωμα
δόλων
δολωνικός
δολῶπις
δόλωσις
δόμα1
δόμα2
δομαῖος
δοματίζω
δομάω
δόμεναι
δομέοντι
δομή
δόμημα
δόμησις
δομήτωρ
δόμονδε
δόμορτις
δόμος
δομοσφαλής
δομοτέκτων
View word page
δόμεναι
δόμεναι
,
δόμεν
, v. sub
δίδωμι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δόμεναι
Headword (normalized):
δόμεναι
Headword (normalized/stripped):
δομεναι
IDX:
27971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27972
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δόμεναι</span>, <span class="orth greek">δόμεν</span>, v. sub <span class="foreign greek">δίδωμι.</span> </div><br><br>'}