Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δολοφονία
δολόφονος
δολοφραδής
δολοφράδμων
δολοφρονέων
δολοφροσύνη
δολόφρων
δόλοψ
δολόω
δόλπαι
Δολφοί
δολφός
δόλωμα
δόλων
δολωνικός
δολῶπις
δόλωσις
δόμα1
δόμα2
δομαῖος
δοματίζω
View word page
Δολφοί
Δολφοί,
A). v. Δελφοί.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Δολφοί
Headword (normalized):
δολφοί
Headword (normalized/stripped):
δολφοι
IDX:
27959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27960
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Δολφοί</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Δελφοί.</span> </div> </div><br><br>'}