Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δολοπλανής
δολοπλοκία
δολοπλόκος
δολοποιός
δολορραφέω
δολορραφής
δολορραφία
δολόρραφος
δόλος
δόλος
δολοσχερής
δολοφονέω
δολοφόνησις
δολοφονία
δολόφονος
δολοφραδής
δολοφράδμων
δολοφρονέων
δολοφροσύνη
δολόφρων
δόλοψ
View word page
δολοσχερής
δολοσχερής
,
ές
, neut. pl.
τὰ δολοσχερέα,
of parts of a bier,
IG
12
(
5
).
593
(Ceos); cf. foreg. (Perh.
τὰ δ’ ὁλοσχερέα.
)
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δολοσχερής
Headword (normalized):
δολοσχερής
Headword (normalized/stripped):
δολοσχερης
IDX:
27946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27947
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δολοσχερής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, neut. pl. <span class="foreign greek">τὰ δολοσχερέα,</span> of parts of a bier, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12 </span> (<span class="bibl"> 5 </span>).<span class="bibl"> 593 </span> (Ceos); cf. foreg. (Perh. <span class="foreign greek">τὰ δ’ ὁλοσχερέα.</span>)</div><br><br>'}