Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δολοπεύω
δολοπλανής
δολοπλοκία
δολοπλόκος
δολοποιός
δολορραφέω
δολορραφής
δολορραφία
δολόρραφος
δόλος
δόλος
δολοσχερής
δολοφονέω
δολοφόνησις
δολοφονία
δολόφονος
δολοφραδής
δολοφράδμων
δολοφρονέων
δολοφροσύνη
δολόφρων
View word page
δόλος
δόλος
(B)
· πάσσαλος,
Hsch.
ShortDef
a bait, trap, cunning
[lexical cite]
Debugging
Headword:
δόλος
Headword (normalized):
δόλος
Headword (normalized/stripped):
δολος
IDX:
27945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27946
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δόλος</span> (B)<span class="foreign greek">· πάσσαλος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}