Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δόλιχος
δολιχόσκιος
δολιχούατος
δολιχόφρων
δολιχωπά
δολόεις
δολοεργής
δολοκτασία
δολομάν
δολομήδης
δολομήτης
δολόμητις
δολομήχανος
δολόμυθος
δολοπεύω
δολοπλανής
δολοπλοκία
δολοπλόκος
δολοποιός
δολορραφέω
δολορραφής
View word page
δολομήτης
δολο-μήτης, ου, , voc. δολομῆτα, = sq., Il. 1.540 .


ShortDef

crafty of counsel, wily

Debugging

Headword:
δολομήτης
Headword (normalized):
δολομήτης
Headword (normalized/stripped):
δολομητης
IDX:
27931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27932
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δολο-μήτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, voc. <span class="foreign greek">δολομῆτα,</span> = sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:1:540" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:1.540/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 1.540 </a>.</div><br><br>'}