Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δολιχοδρόμος
δολιχόεις
δολιχοκρόταφος
δολιχόουρος
δολιχόπους
δολιχός
δόλιχος
δολιχόσκιος
δολιχούατος
δολιχόφρων
δολιχωπά
δολόεις
δολοεργής
δολοκτασία
δολομάν
δολομήδης
δολομήτης
δολόμητις
δολομήχανος
δολόμυθος
δολοπεύω
View word page
δολιχωπά
δολιχωπά· μακρά, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δολιχωπά
Headword (normalized):
δολιχωπά
Headword (normalized/stripped):
δολιχωπα
IDX:
27925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27926
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δολιχωπά·</span> <span class="foreign greek">μακρά,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}