δόλιχος
δόλιχος, ὁ,
A). the long course, in racing, opp. στάδιον, IG 22.956 , etc.; τὸν δ. ἁμιλλᾶσθαι Lg. 833b ; θεῖν An. 4.8.27 ; νικᾶν Hist. Conscr. 30 ; δολίχῳ κρατεῖν : metaph., 3.21.1 δ. κατατείνουσι τοῦ λόγου Prt. 329a ; δόλιχον τοῖς ἔτεσι .. τρέχειν ; 3.18 δόλιχον βιότου σταδιεύσας Epigr.Gr. 311 ; γήρως δ. ib. 231 .
2). a measure of length, = 12 stades, *Geom. 4.13 .