Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δολιχήπους
δολιχήρετμος
δολιχήρης
δολιχογραφία
δολιχόδειρος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχόεις
δολιχοκρόταφος
δολιχόουρος
δολιχόπους
δολιχός
δόλιχος
δολιχόσκιος
δολιχούατος
δολιχόφρων
δολιχωπά
δολόεις
δολοεργής
δολοκτασία
δολομάν
View word page
δολιχόπους
δολῐχό-πους, , , πουν, τό,
A). = δολιχήπους.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δολιχόπους
Headword (normalized):
δολιχόπους
Headword (normalized/stripped):
δολιχοπους
IDX:
27919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27920
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δολῐχό-πους</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <span class="itype greek">πουν</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δολιχήπους.</span> </div> </div><br><br>'}