Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
αἰτίωσις
Αἰτναῖος
αἰτρία
ἀΐττεσθαι
ἀΐτυρον
Αἰτωλάρχης
Αἰτωλία
αἰτώλιος
αἴφνης
αἰφνίδιος
αἰχμάεις
αἰχμάζω
αἰχμαλωσία
αἰχμαλωτεύω
αἰχμαλωτίζω
αἰχμαλωτικός
αἰχμαλωτίς
αἰχμαλωτισμός
αἰχμαλωτιστής
αἰχμάλωτος
αἰχμή
View word page
αἰχμάεις
αἰχμάεις
,
αἰχμᾱτάς
, Dor. for
αἰχμήεις, αἰχμητής
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
αἰχμάεις
Headword (normalized):
αἰχμάεις
Headword (normalized/stripped):
αιχμαεις
IDX:
2791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2792
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αἰχμάεις</span>, <span class="orth greek">αἰχμᾱτάς</span>, Dor. for <span class="foreign greek">αἰχμήεις, αἰχμητής</span>.</div><br><br>'}