Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δολιχεγχής
δολιχεύω
δολιχήπους
δολιχήρετμος
δολιχήρης
δολιχογραφία
δολιχόδειρος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχόεις
δολιχοκρόταφος
δολιχόουρος
δολιχόπους
δολιχός
δόλιχος
δολιχόσκιος
δολιχούατος
δολιχόφρων
δολιχωπά
δολόεις
δολοεργής
View word page
δολιχοκρόταφος
δολῐχο-κρότᾰφος, ον,
A). long-headed, IG 2.1310 .


ShortDef

long-headed

Debugging

Headword:
δολιχοκρόταφος
Headword (normalized):
δολιχοκρόταφος
Headword (normalized/stripped):
δολιχοκροταφος
IDX:
27917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27918
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δολῐχο-κρότᾰφος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">long-headed,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 2.1310 </span>.</div> </div><br><br>'}