Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δολιόμητις
δολιόμυθος
δολιόπους
δόλιος
δολιότης
δολιότροπος
δολιόφρων
δολιόω
δολίσκος
δολιχαίων
δολιχάορος
δολίχαυλος
δολιχαύχην
δολιχεγχής
δολιχεύω
δολιχήπους
δολιχήρετμος
δολιχήρης
δολιχογραφία
δολιχόδειρος
δολιχοδρομέω
View word page
δολιχάορος
δολῐχ-άορος
[
ᾱ],
A).
with long sword,
Ἀθηναίη
Philet.
23
.
ShortDef
with long sword
Debugging
Headword:
δολιχάορος
Headword (normalized):
δολιχάορος
Headword (normalized/stripped):
δολιχαορος
IDX:
27904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27905
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δολῐχ-άορος</span> [<span class="foreign greek">ᾱ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with long sword,</span> <span class="quote greek">Ἀθηναίη</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Philet.</span> 23 </span> .</div> </div><br><br>'}