Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δολιόγνωμος
δολιομήτης
δολιόμητις
δολιόμυθος
δολιόπους
δόλιος
δολιότης
δολιότροπος
δολιόφρων
δολιόω
δολίσκος
δολιχαίων
δολιχάορος
δολίχαυλος
δολιχαύχην
δολιχεγχής
δολιχεύω
δολιχήπους
δολιχήρετμος
δολιχήρης
δολιχογραφία
View word page
δολίσκος
δολίσκος
,
ὁ
, Dim. of
A).
δόλων
11
,
Hsch.
δολίφονον·
πέπαικται δὲ τοῦ δολοφονίου,
Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δολίσκος
Headword (normalized):
δολίσκος
Headword (normalized/stripped):
δολισκος
IDX:
27902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27903
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δολίσκος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, Dim. of <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">δόλων</span> <span class="bibl"> 11 </span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">δολίφονον·</span> <span class="foreign greek">πέπαικται δὲ τοῦ δολοφονίου,</span> Id.</div> </div><br><br>'}