Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δόκωσις
δολάν
δολερός
δόλευμα
δολέων
δολία
δολιεύομαι
δολίζω
δολιόβουλος
δολιόγνωμος
δολιομήτης
δολιόμητις
δολιόμυθος
δολιόπους
δόλιος
δολιότης
δολιότροπος
δολιόφρων
δολιόω
δολίσκος
δολιχαίων
View word page
δολιομήτης
δολῐο-μήτης, voc. -μῆτα, = sq., Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δολιομήτης
Headword (normalized):
δολιομήτης
Headword (normalized/stripped):
δολιομητης
IDX:
27893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27894
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δολῐο-μήτης</span>, voc. <span class="foreign greek">-μῆτα, </span> = sq., Id.</div><br><br>'}