Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δοκώ
δοκώδης
δόκωσις
δολάν
δολερός
δόλευμα
δολέων
δολία
δολιεύομαι
δολίζω
δολιόβουλος
δολιόγνωμος
δολιομήτης
δολιόμητις
δολιόμυθος
δολιόπους
δόλιος
δολιότης
δολιότροπος
δολιόφρων
δολιόω
View word page
δολιόβουλος
δολῐό-βουλος, ον,
A). gloss on δολόμητις , Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δολιόβουλος
Headword (normalized):
δολιόβουλος
Headword (normalized/stripped):
δολιοβουλος
IDX:
27891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27892
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δολῐό-βουλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">δολόμητις</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}