Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δόκος
δοκοτέκτων
δοκόω
δοκώ
δοκώδης
δόκωσις
δολάν
δολερός
δόλευμα
δολέων
δολία
δολιεύομαι
δολίζω
δολιόβουλος
δολιόγνωμος
δολιομήτης
δολιόμητις
δολιόμυθος
δολιόπους
δόλιος
δολιότης
View word page
δολία
δολία, ,
A). = κώνειον , Ps.- Dsc. 4.78 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δολία
Headword (normalized):
δολία
Headword (normalized/stripped):
δολια
IDX:
27888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27889
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δολία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κώνειον</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.78 </span>.</div> </div><br><br>'}