Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δοκός
δόκος
δοκοτέκτων
δοκόω
δοκώ
δοκώδης
δόκωσις
δολάν
δολερός
δόλευμα
δολέων
δολία
δολιεύομαι
δολίζω
δολιόβουλος
δολιόγνωμος
δολιομήτης
δολιόμητις
δολιόμυθος
δολιόπους
δόλιος
View word page
δολέων
δολέων· δοθιήν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δολέων
Headword (normalized):
δολέων
Headword (normalized/stripped):
δολεων
IDX:
27887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27888
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δολέων·</span> <span class="foreign greek">δοθιήν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}