Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δοκίς
δοκίτης
δοκοθήκη
δοκός
δόκος
δοκοτέκτων
δοκόω
δοκώ
δοκώδης
δόκωσις
δολάν
δολερός
δόλευμα
δολέων
δολία
δολιεύομαι
δολίζω
δολιόβουλος
δολιόγνωμος
δολιομήτης
δολιόμητις
View word page
δολάν
δολάν
(leg.
δοάν
)
· ἀντὶ τοῦ δήν,
Hsch.
δολάνα·
μαστροπός,
Id. (cf.
δολομάν
).
δολβαί·
θύματα, οἱ δὲ μικρὰ
(
μικτὰ
cod.)
πλακούντια,
Id.; cf.
δόλπαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δολάν
Headword (normalized):
δολάν
Headword (normalized/stripped):
δολαν
IDX:
27884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27885
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δολάν</span> (leg. <span class="foreign greek">δοάν</span>)<span class="foreign greek">· ἀντὶ τοῦ δήν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">δολάνα·</span> <span class="foreign greek">μαστροπός,</span> Id. (cf. <span class="foreign greek">δολομάν</span>). <span class="orth greek">δολβαί·</span> <span class="foreign greek">θύματα, οἱ δὲ μικρὰ </span>(<span class="foreign greek">μικτὰ</span> cod.) <span class="foreign greek">πλακούντια,</span> Id.; cf. <span class="foreign greek">δόλπαι.</span> </div><br><br>'}