Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δοκικῶ
δοκιμάζω
δοκιμαίνονται
δοκιμασία
δοκιμαστέος
δοκιμαστήρ
δοκιμαστήριον
δοκιμαστής
δοκιμαστικός
δοκιμαστός
δοκιμάω
δοκιμεῖον
δοκιμεῖος
δοκιμή
δόκιμος
δοκιμόω
δοκίμωμι
δοκίον
δοκίς
δοκίτης
δοκοθήκη
View word page
δοκιμάω
δοκῐμ-άω,
A). = -άζω , PTeb. 24.78 (ii B. C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δοκιμάω
Headword (normalized):
δοκιμάω
Headword (normalized/stripped):
δοκιμαω
IDX:
27866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27867
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δοκῐμ-άω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">-άζω</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PTeb.</span> 24.78 </span> (ii B. C.).</div> </div><br><br>'}