Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δόκημα
δοκησιδέξιος
δοκησίνους
δόκησις
δοκησισοφία
δοκησίσοφος
δοκίας
δοκίδιον
δοκικῶ
δοκιμάζω
δοκιμαίνονται
δοκιμασία
δοκιμαστέος
δοκιμαστήρ
δοκιμαστήριον
δοκιμαστής
δοκιμαστικός
δοκιμαστός
δοκιμάω
δοκιμεῖον
δοκιμεῖος
View word page
δοκιμαίνονται
δοκῐμαίνονται· δοκιμάζουσι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δοκιμαίνονται
Headword (normalized):
δοκιμαίνονται
Headword (normalized/stripped):
δοκιμαινονται
IDX:
27858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27859
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δοκῐμαίνονται·</span> <span class="foreign greek">δοκιμάζουσι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}