Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δοκέω
δοκή
δόκημα
δοκησιδέξιος
δοκησίνους
δόκησις
δοκησισοφία
δοκησίσοφος
δοκίας
δοκίδιον
δοκικῶ
δοκιμάζω
δοκιμαίνονται
δοκιμασία
δοκιμαστέος
δοκιμαστήρ
δοκιμαστήριον
δοκιμαστής
δοκιμαστικός
δοκιμαστός
δοκιμάω
View word page
δοκικῶ
δοκικῶ, com. barbarism for δοκέω, Hermipp. 12 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δοκικῶ
Headword (normalized):
δοκικῶ
Headword (normalized/stripped):
δοκικω
IDX:
27856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27857
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δοκικῶ</span>, com. barbarism for <span class="foreign greek">δοκέω,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0252.tlg001:12" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0252.tlg001:12/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hermipp.</span> 12 </a>.</div><br><br>'}