Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δοιώ
δοκάζω
δόκανα
δοκάνη
δοκεύς
δοκεύω
δοκέω
δοκή
δόκημα
δοκησιδέξιος
δοκησίνους
δόκησις
δοκησισοφία
δοκησίσοφος
δοκίας
δοκίδιον
δοκικῶ
δοκιμάζω
δοκιμαίνονται
δοκιμασία
δοκιμαστέος
View word page
δοκησίνους
δοκησῐ/-νους, ουν, = foreg., ibid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δοκησίνους
Headword (normalized):
δοκησίνους
Headword (normalized/stripped):
δοκησινους
IDX:
27850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27851
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δοκησῐ/-νους</span>, <span class="itype greek">ουν</span>, = foreg., ibid.</div><br><br>'}