Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αἰτιολογητέον
αἰτιολογία
αἰτιολογικός
αἴτιος
αἰτιώδης
αἰτίωμα
αἰτιώνυμος
αἰτίωσις
Αἰτναῖος
αἰτρία
ἀΐττεσθαι
ἀΐτυρον
Αἰτωλάρχης
Αἰτωλία
αἰτώλιος
αἴφνης
αἰφνίδιος
αἰχμάεις
αἰχμάζω
αἰχμαλωσία
αἰχμαλωτεύω
View word page
ἀΐττεσθαι
ἀΐττεσθαι· δικάζειν ἢ δικάζεσθαι, Hsch. (Fort. ἄττεσθαι· διάζειν ἢ διάζεσθαι.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀΐττεσθαι
Headword (normalized):
ἀΐττεσθαι
Headword (normalized/stripped):
αιττεσθαι
IDX:
2784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2785
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀΐττεσθαι·</span> <span class="foreign greek">δικάζειν ἢ δικάζεσθαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Fort. <span class="foreign greek">ἄττεσθαι· διάζειν ἢ διάζεσθαι</span>.)</div><br><br>'}