Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δνοφόεις
δνόφος
δνοφώδης
δνόψ
δοάν
δοάσσατο
δόγμα
δογματίας
δογματίζω
δογματικός
δογματογραφέω
δογματογράφος
δογματολογία
δογματοποιέω
δογματοποιΐα
δοειδές
δοθιήν
δοθιηνικόν
δοθιών
δοιάζω
δοιάς
View word page
δογματογραφέω
δογμᾰτο-γρᾰφέω
,
A).
draft decrees,
Ephes.
2.20
(ii A. D.).
ShortDef
draft decrees
Debugging
Headword:
δογματογραφέω
Headword (normalized):
δογματογραφέω
Headword (normalized/stripped):
δογματογραφεω
IDX:
27821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27822
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δογμᾰτο-γρᾰφέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">draft decrees,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ephes.</span> 2.20 </span> (ii A. D.).</div> </div><br><br>'}