Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δμῳή
δμῳιάς
δμῴιος
δμῳίς
δμῶος
δμώς
δνοπαλίζω
δνοπάλιξις
δνοφέος
δνοφερός
δνοφερώδης
δνοφόεις
δνόφος
δνοφώδης
δνόψ
δοάν
δοάσσατο
δόγμα
δογματίας
δογματίζω
δογματικός
View word page
δνοφερώδης
δνοφ-ερώδης
,
ες
, v. l. for
δνοφώδης,
Id. l. c.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δνοφερώδης
Headword (normalized):
δνοφερώδης
Headword (normalized/stripped):
δνοφερωδης
IDX:
27810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27811
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δνοφ-ερώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, v. l. for <span class="foreign greek">δνοφώδης,</span> Id. l. c.</div><br><br>'}