Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διωρυγή
διωρύγιον
διώρυγος
διῶρυξ
διωρυχή
δίωσις
διωσμός
διωστήρ
δίωστρα
δίωτος
διώττας
διωχής
δίωχμος
δμηθείς
δμῆσις
δμητέος
δμητήρ
δμητός
δμῳή
δμῳιάς
δμῴιος
View word page
διώττας
διώττας·
ἐργοδιώκτας,
Hsch.
διωφέλλειν·
διορύσσειν,
Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διώττας
Headword (normalized):
διώττας
Headword (normalized/stripped):
διωττας
IDX:
27792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27793
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διώττας·</span> <span class="foreign greek">ἐργοδιώκτας,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">διωφέλλειν·</span> <span class="foreign greek">διορύσσειν,</span> Id.</div><br><br>'}