Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Διώνυσος
διωξικέλευθος
διώξιππος
δίωξις
διωργισμένως
διωρία
διωρισμένως
δίωρος
διώροφος
διωρυγή
διωρύγιον
διώρυγος
διῶρυξ
διωρυχή
δίωσις
διωσμός
διωστήρ
δίωστρα
δίωτος
διώττας
διωχής
View word page
διωρύγιον
διωρύγιον [ῠ], Dim. of διῶρυξ, PLond. 1.131r633 (i A. D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διωρύγιον
Headword (normalized):
διωρύγιον
Headword (normalized/stripped):
διωρυγιον
IDX:
27783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27784
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διωρύγιον</span> [<span class="foreign greek">ῠ], </span> Dim. of <span class="foreign greek">διῶρυξ,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLond.</span> 1.131r633 </span> (i A. D.).</div><br><br>'}