Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διώμοτος
διωνέομαι
Διώνη
διωνυμέω
διωνυμία
διώνυμος
Διώνυσος
διωξικέλευθος
διώξιππος
δίωξις
διωργισμένως
διωρία
διωρισμένως
δίωρος
διώροφος
διωρυγή
διωρύγιον
διώρυγος
διῶρυξ
διωρυχή
δίωσις
View word page
διωργισμένως
διωργισμένως, Adv.
A). angrily, Phld. Rh. 1.200S.


ShortDef

angrily

Debugging

Headword:
διωργισμένως
Headword (normalized):
διωργισμένως
Headword (normalized/stripped):
διωργισμενως
IDX:
27777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27778
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διωργισμένως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">angrily,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Rh.</span> 1.200S. </span> </div> </div><br><br>'}