Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διωλένιος
διωλύγιος
διωμοσία
διώμοτος
διωνέομαι
Διώνη
διωνυμέω
διωνυμία
διώνυμος
Διώνυσος
διωξικέλευθος
διώξιππος
δίωξις
διωργισμένως
διωρία
διωρισμένως
δίωρος
διώροφος
διωρυγή
διωρύγιον
διώρυγος
View word page
διωξικέλευθος
δῐωξῐκέλευθος, ον,
A). urging on the way, κέντρα AP 6.246 ( Phld. or Marc. Arg.).


ShortDef

urging on the way

Debugging

Headword:
διωξικέλευθος
Headword (normalized):
διωξικέλευθος
Headword (normalized/stripped):
διωξικελευθος
IDX:
27774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27775
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐωξῐκέλευθος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">urging on the way,</span> <span class="quote greek">κέντρα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 6.246 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> </span> or Marc. Arg.).</div> </div><br><br>'}