Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διωθίζομαι
διωθισμός
διωκάθω
διωκτέος
διωκτήρ
διώκτης
διωκτικός
διωκτός
διώκτρια
διωκτύς
διώκτωρ
διώκω
διωλένιος
διωλύγιος
διωμοσία
διώμοτος
διωνέομαι
Διώνη
διωνυμέω
διωνυμία
διώνυμος
View word page
διώκτωρ
διώκ-τωρ
,
ορος
,
ὁ
,
A).
=
διωκτήρ
, cj. for
διάκτορα,
AP
10.101
(Bianor).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διώκτωρ
Headword (normalized):
διώκτωρ
Headword (normalized/stripped):
διωκτωρ
IDX:
27762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27763
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διώκ-τωρ</span>, <span class="itype greek">ορος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διωκτήρ</span> , cj. for <span class="foreign greek">διάκτορα,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 10.101 </span> (Bianor).</div> </div><br><br>'}