Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διψάρα
διψάς
διψάω
διψηρός
δίψησις
διψητικός
δίψιος
διψοποιός
δίψος
διψοσύνη
διψυχία
δίψυχος
διψώδης
δίω
διωβελία
διωβολιαῖος
διώβολον
δίωγμα
διωγμείτης
διωγμητικά
διωγμός
View word page
διψυχία
διψῡχ-ία· ἀπορία, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διψυχία
Headword (normalized):
διψυχία
Headword (normalized/stripped):
διψυχια
IDX:
27738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27739
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διψῡχ-ία·</span> <span class="foreign greek">ἀπορία,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}