Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δίχρωμος
δίχρως
δίχρωτος
δίχωρον
διχῶς
δίψα
δῖψαι
διψακερός
δίψακος
διψαλέος
διψάρα
διψάς
διψάω
διψηρός
δίψησις
διψητικός
δίψιος
διψοποιός
δίψος
διψοσύνη
διψυχία
View word page
διψάρα
διψ-άρα· δέλτος, οἱ δὲ διφθέρα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διψάρα
Headword (normalized):
διψάρα
Headword (normalized/stripped):
διψαρα
IDX:
27728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27729
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διψ-άρα·</span> <span class="foreign greek">δέλτος, οἱ δὲ διφθέρα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}