Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διχόστομος
διχοτομέω
διχοτόμημα
διχοτόμησις
διχοτομία
διχοτομιαῖος
διχοτόμος
διχοῦ
δίχους
διχοφορέω
διχοφρονέω
διχοφροσύνη
διχόφρων
διχοφυής
διχοφυΐα
διχοφωνέω
διχοφωνία
διχόω
δίχροια
διχρονία
δίχρονος
View word page
διχοφρονέω
δῐχο-φρονέω
,
A).
to hold different opinions,
ib.
763e
.
ShortDef
to hold different opinions
Debugging
Headword:
διχοφρονέω
Headword (normalized):
διχοφρονέω
Headword (normalized/stripped):
διχοφρονεω
IDX:
27706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27707
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐχο-φρονέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to hold different opinions,</span> ib.<span class="bibl"> 763e </span>.</div> </div><br><br>'}