Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διχοστατέω
διχόστομος
διχοτομέω
διχοτόμημα
διχοτόμησις
διχοτομία
διχοτομιαῖος
διχοτόμος
διχοῦ
δίχους
διχοφορέω
διχοφρονέω
διχοφροσύνη
διχόφρων
διχοφυής
διχοφυΐα
διχοφωνέω
διχοφωνία
διχόω
δίχροια
διχρονία
View word page
διχοφορέω
δῐχο-φορέω
, = sq.,
Plu.
2.447d
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διχοφορέω
Headword (normalized):
διχοφορέω
Headword (normalized/stripped):
διχοφορεω
IDX:
27705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27706
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐχο-φορέω</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.447d </span>.</div><br><br>'}