διχοτόμος
δῐχο-τόμος, ον,
A). cutting in two, Ammon. p.44V.: but,
II). proparox., διχότομος, cut in half, divided equally, μυκτήρ HA 492b17 ; δ. σελήνη the half-moon, Pr. 911b36 , Hyp. 3 , , prob. in 9.8 ; 2.929f σελήνης σύμβολον τὸ δ. ap. PE 3.11 ; μέχρι διχοτόμου till the second quarter, ap. ; 9.3.2 κατ’ ἀμφοτέρας τὰς διχοτόμους (sc. φάσεις) at the first and third quarters, Alm. 5.1 .