Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διχοριάζω
διχορραγής
διχόρροπος
διχοστασία
διχοστατέω
διχόστομος
διχοτομέω
διχοτόμημα
διχοτόμησις
διχοτομία
διχοτομιαῖος
διχοτόμος
διχοῦ
δίχους
διχοφορέω
διχοφρονέω
διχοφροσύνη
διχόφρων
διχοφυής
διχοφυΐα
διχοφωνέω
View word page
διχοτομιαῖος
δῐχο-τομιαῖος, α, ον, = sq., Paul.Al. G. 4 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διχοτομιαῖος
Headword (normalized):
διχοτομιαῖος
Headword (normalized/stripped):
διχοτομιαιος
IDX:
27701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27702
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐχο-τομιαῖος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Paul.Al.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">G.</span> 4 </span>.</div><br><br>'}