Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διχόμυθος
διχόνδις
διχονοέω
διχονοητικός
διχόνοια
διχόνοος
διχοποιός
δίχορδος
διχόρειος
διχορία
διχοριάζω
διχορραγής
διχόρροπος
διχοστασία
διχοστατέω
διχόστομος
διχοτομέω
διχοτόμημα
διχοτόμησις
διχοτομία
διχοτομιαῖος
View word page
διχοριάζω
δι-χοριάζω,
A). sing in two halves, of a chorus, Hsch.


ShortDef

sing in two halves

Debugging

Headword:
διχοριάζω
Headword (normalized):
διχοριάζω
Headword (normalized/stripped):
διχοριαζω
IDX:
27691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27692
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δι-χοριάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sing in two halves,</span> of a chorus, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}