Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διχόμηνις
διχόμηνος
διχόμυθος
διχόνδις
διχονοέω
διχονοητικός
διχόνοια
διχόνοος
διχοποιός
δίχορδος
διχόρειος
διχορία
διχοριάζω
διχορραγής
διχόρροπος
διχοστασία
διχοστατέω
διχόστομος
διχοτομέω
διχοτόμημα
διχοτόμησις
View word page
διχόρειος
δι-χόρειος (sc. πούς), ,
A). ditrochaeus, Longin. 41.1 .


ShortDef

ditrochaeus

Debugging

Headword:
διχόρειος
Headword (normalized):
διχόρειος
Headword (normalized/stripped):
διχορειος
IDX:
27689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27690
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δι-χόρειος</span> (sc. <span class="foreign greek">πούς</span>), <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ditrochaeus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Longin.</span> 41.1 </span>.</div> </div><br><br>'}