Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δίχολος
διχόλωτος
διχόμην
διχομηνία
διχομηνιαία
διχομηνιάς
διχόμηνις
διχόμηνος
διχόμυθος
διχόνδις
διχονοέω
διχονοητικός
διχόνοια
διχόνοος
διχοποιός
δίχορδος
διχόρειος
διχορία
διχοριάζω
διχορραγής
διχόρροπος
View word page
διχονοέω
δῐχο-νοέω,
A). = διχογνωμονέω , condemned by Poll. 2.228 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διχονοέω
Headword (normalized):
διχονοέω
Headword (normalized/stripped):
διχονοεω
IDX:
27683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27684
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐχο-νοέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διχογνωμονέω</span> , condemned by <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:2:228" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:2.228/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 2.228 </a>.</div> </div><br><br>'}