Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διχοίνικος
δίχολος
διχόλωτος
διχόμην
διχομηνία
διχομηνιαία
διχομηνιάς
διχόμηνις
διχόμηνος
διχόμυθος
διχόνδις
διχονοέω
διχονοητικός
διχόνοια
διχόνοος
διχοποιός
δίχορδος
διχόρειος
διχορία
διχοριάζω
διχορραγής
View word page
διχόνδις
διχόνδις· ἀπύγων, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διχόνδις
Headword (normalized):
διχόνδις
Headword (normalized/stripped):
διχονδις
IDX:
27682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27683
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διχόνδις·</span> <span class="foreign greek">ἀπύγων,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}