Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διχογνωμοσύνη
διχογνώμων
διχογραφέω
διχόζωνος
δίχοθεν
διχόθυμος
διχοινικία
διχοινίκιος
διχοίνικος
δίχολος
διχόλωτος
διχόμην
διχομηνία
διχομηνιαία
διχομηνιάς
διχόμηνις
διχόμηνος
διχόμυθος
διχόνδις
διχονοέω
διχονοητικός
View word page
διχόλωτος
δι-χόλωτος, ον,
A). doubly furious, v. l. for τριχόλωτος, ἀνάγκη AP 9.168 ( Pall.).


ShortDef

doubly furious

Debugging

Headword:
διχόλωτος
Headword (normalized):
διχόλωτος
Headword (normalized/stripped):
διχολωτος
IDX:
27674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27675
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δι-χόλωτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">doubly furious,</span> v. l. for <span class="quote greek">τριχόλωτος, ἀνάγκη</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 9.168 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pall.</span></span>).</div> </div><br><br>'}