Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διχογνωμέω
διχογνωμονέω
διχόγνωμος
διχογνωμοσύνη
διχογνώμων
διχογραφέω
διχόζωνος
δίχοθεν
διχόθυμος
διχοινικία
διχοινίκιος
διχοίνικος
δίχολος
διχόλωτος
διχόμην
διχομηνία
διχομηνιαία
διχομηνιάς
διχόμηνις
διχόμηνος
διχόμυθος
View word page
διχοινίκιος
δῐχοινῐ/κ-ιος, ον, = sq., PSI 1.33.18 (iii A. D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διχοινίκιος
Headword (normalized):
διχοινίκιος
Headword (normalized/stripped):
διχοινικιος
IDX:
27671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27672
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐχοινῐ/κ-ιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PSI</span> 1.33.18 </span> (iii A. D.).</div><br><br>'}