Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διχθά
διχθάδιος
διχθάς
διχίτων
διχόβουλος
διχογνωμέω
διχογνωμονέω
διχόγνωμος
διχογνωμοσύνη
διχογνώμων
διχογραφέω
διχόζωνος
δίχοθεν
διχόθυμος
διχοινικία
διχοινίκιος
διχοίνικος
δίχολος
διχόλωτος
διχόμην
διχομηνία
View word page
διχογραφέω
δῐχο-γρᾰφέω,
A). write in two ways, St.Byz. s.v. Δώτιον ( Pass.).


ShortDef

write in two ways

Debugging

Headword:
διχογραφέω
Headword (normalized):
διχογραφέω
Headword (normalized/stripped):
διχογραφεω
IDX:
27666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27667
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐχο-γρᾰφέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">write in two ways,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">St.Byz.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">Δώτιον</span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}