Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διχάδε
διχάδεια
διχάζω
δίχαιος
διχαίτης
διχαίω
διχάλα
δίχαλκον
δίχαλος
διχάμετρος
δίχανον
διχάρακτος
διχάς
δίχασις
διχασμός
διχαστής
διχαστῆρες
διχαστός
διχάω
δίχειλον
διχή1
View word page
δίχανον
δίχανον·
κεχωρισμένον,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δίχανον
Headword (normalized):
δίχανον
Headword (normalized/stripped):
διχανον
IDX:
27639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27640
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δίχανον·</span> <span class="foreign greek">κεχωρισμένον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}