Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διφροῦχος
διφροφορέω
διφροφόρος
διφρυγής
διφυής
διφυΐα
δίφυιος
δίφωνος
δίχᾰ
διχάδε
διχάδεια
διχάζω
δίχαιος
διχαίτης
διχαίω
διχάλα
δίχαλκον
δίχαλος
διχάμετρος
δίχανον
διχάρακτος
View word page
διχάδεια
δῐχάδεια,
A). = δίχα (?), Theognost. Can. 164.26 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διχάδεια
Headword (normalized):
διχάδεια
Headword (normalized/stripped):
διχαδεια
IDX:
27630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27631
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐχάδεια</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δίχα</span> (?), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theognost.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Can.</span> 164.26 </span>.</div> </div><br><br>'}