Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διφρηλάτης
διφρήλατος
διφρίδιον
διφρίον
δίφριος
δίφρις
διφρίσκος
δίφροντις
διφροπηγία
δίφρος
διφρουλκέω
διφρουργία
διφροῦχος
διφροφορέω
διφροφόρος
διφρυγής
διφυής
διφυΐα
δίφυιος
δίφωνος
δίχᾰ
View word page
διφρουλκέω
διφρ-ουλκέω
,(
ἕλκω
)
A).
draw a chariot,
AP
9.285
(
Phil.
).
ShortDef
to draw a chariot
Debugging
Headword:
διφρουλκέω
Headword (normalized):
διφρουλκέω
Headword (normalized/stripped):
διφρουλκεω
IDX:
27618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27619
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διφρ-ουλκέω</span>,(<span class="etym greek">ἕλκω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">draw a chariot,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 9.285 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phil.</span></span>).</div> </div><br><br>'}